- πυγολαμπίδων
- πυγολαμπίςfire-tailfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουκιόλη — και λουσιόλη, η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων, πυγολαμπίδων τής οικογένειας lampyridae … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek
φωτοφόρο — το, Ν ζωολ. το φωτεινό όργανο τών πυγολαμπίδων και άλλων οργανισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophore] … Dictionary of Greek